Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαλαντώνω  
ρήμα μεταβατικό

angustia`re, affli`ggere, rattrista`re profondame`nte τον βαλάντωσες μ' αυτά που του είπες==ciò che gli hai detto l'ha rattristato profondamente

βαλαντώνω
ρήμα αμετάβατο

stru`ggersi; consuma`rsi; logora`rsi βαλαντώνω από έρωτα==struggersi d'amore | βαλαντώνω στο κλάμα==struggersi in lacrime, in pianto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαλάντωμα βαλβίδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---