Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δανειστικός  
επίθετο

1 relati`vo al pre`stito o a chi presta
2 che dà in pre`stito δανειστική βιβλιοθήκη==biblioteca che dà i libri in prestito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δανειστής δανείστρια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---