Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαπάνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 spe`sa ~f~ δαπάνες κατασκευής==spese di costruzione | δαπάνες συντήρησης==spese di manutenzione
2 ((figurato)) dispe`ndio ~m~; consu`mo ~m~; spe`rpero ~m~ δαπάνη χρόνου==dispendio di tempo+++ιδία δαπάνη==a proprie spese | δημοσία δαπάνη==a spese, a carico dello stato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαπανεύομαι δαπανημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---