Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δανείζομαι
ρήμα παθητικό

pre`ndere in pre`stito

δανείζω  
ρήμα μεταβατικό

presta`re; dare in pre`stito δανείζω με μικρό τόκο==prestare a basso interesse | δανείζω ένα βιβλίο==prestare un libro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δανέζικος δανειζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---