Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δάνειο  
ουσιαστικό ουδέτερο

pre`stito ~m~; mu`tuo ~m~ στεγαστικό δάνειο==mutuo per la casa | χορηγώ έντοκο δάνειο==concedere un prestito ad interesse | παίρνω δάνειο==ottenere un prestito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δανεικός δανειοδοτημένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το στεγαστικό δάνειο = mutuo [αρσ.] sulla casa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---