Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαπανηρός  
επίθετο

dispendio`so; costo`so δαπανηρό ταξίδι==viaggio costoso

δαπανηρότατος
επίθετο

superlativo di [δαπανηρός]

δαπανηρότερος
επίθετο

comparativo di [δαπανηρός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαπανηρά δαπανώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---