Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευχέρεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 facilità ~f~, sciolte`zza ~f~, disinvoltu`ra ~f~ δεν έχει ευχέρεια λόγου == non ha facilità, scioltezza di parola | μιλώ με ευχέρεια μια ξένη γλώσσα == parlare con scioltezza / disinvoltura una lingua straniera
2 possibilità ~f~ econo`mica αν είχα την ευχέρεια, θα έκανα τo γύρο του κόσμού == se le mie finanze me lo permettessero, farei il giro del mondo | δεν έχω την ευχέρεια για πιo ακριβό αμάξι == non mi posso permettere una macchina più cara

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευχέλαιο ευχερέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---