Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαχειοπώλης  
ουσιαστικό αρσενικό

vendito`re ~m~ ambula`nte di biglie`tti della lotteri`a

λαχειοπώλις
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λαχειοπώλης]

λαχειοπώλισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λαχειοπώλης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαχείο λαχειοφόρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---