Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λακάνη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [λεκάνη]

λεκάνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 bacine`lla ~f~, cati`no ~m~, catine`lla ~f~ έβαλα τις κάλτσες να μουλιάσουν στη λεκάνη == ho messo le calze a molli in una bacinella
2 geografia baci`no ~m~ η λεκάνη της Μεσογείού == il bacino del Mediterraneo
3 anatomia baci`no ~m~
4 water, tazza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λάκα λακάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---