Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οδοντόβουρτσα
ουσιαστικό θηλυκό

spazzolino da denti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οδοντίνη οδοντογλυφίδα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η οδοντόβουρτσα = spazzolino [αρσ.] da denti


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---