Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πάχυνση
ουσιαστικό θηλυκό

1 impinguamento
2 ingrassamento
3 ingrassatore
4 ingrassatura
5 ingrasso
6 ingrossamento
7 ingrossatura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παχυδέρμος παχύνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---