Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θανατώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 ucci`dere, dare la morte θανάτωσαν τo άλογο, γιατί ήταν βαριά άρρωστο == hanno ucciso il cavallo perché era gravemente malato
2 esegui`re una conda`nna a morte, giustizia`re, ucci`dere τον θανάτωσαν δι' απαγχονισμού == è stato ucciso per impiccagione
3 (fig) far mori`re di dolo`re, provoca`re un dolo`re morta`le με θανατώνει αυτός o πόνος == questo dolore mi uccide

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θανατωμένος θανάτωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---