Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θαρραλέος  
επίθετο

coraggio`so, ardimento`so, ardi`to, animo`so θαρραλέος αγωνιστής == combattente coraggioso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαρραλέα θαρρετός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---