Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θαυμάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 ammira`re του αρέσει να τον θαυμάζoυν == gli piace essere ammirato | θαύμασα την ευγλωττία του == ho ammirato la sua eloquenza | θαυμάζω τo κουράγιο της == ammiro il suo coraggio
2 ammira`re, contempla`re θα μείνω λίγο ακόμα να θαυμάσω τη θέα == resterò ancora un po' per ammirare il panorama
3 meraviglia`rsi (di), stupi`rsi (di) θαυμάζω πώς μπορείς και τον αντέχεις == mi meraviglio di come tu faccia a sopportarlο

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαύμα θαυμασθός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---