Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αψιθιά [θηλ.ουσ] Βαβυλών [κύρ.όν. θηλ.]
αψιθυμία [θηλ.ουσ] βαβυλωνία [θηλ.ουσ]
αψίθυμος [επίθ.] Βαβυλώνιος [ουσ αρσ ]
αψιλία {χωρ. γεν.... βάβω {χωρ. πληθ...
άψιλος [επίθ.] βαγαπόντης [ουσ αρσ ]
αψιμαχία {αψιμαχιών... βαγαποντιά [θηλ.ουσ]
αψιμαχώ {-είς...} ... βαγγέλιο [ουσ ουδ.]
αψινθίνη [θηλ.ουσ] Βαγγελίστρα [θηλ.ουσ]
αψίνθιο {αψινθί-ου... Βαγγελίστρα! [επιφ.]
αψίς [θηλ.ουσ] βαγενάς [ουσ αρσ ]
αψίχολος [επίθ.] βαγένι {βαγεν-ιού...
άψογα [επίρ.] βάγια {χωρ. πληθ...
άψογος [επίθ.] βάγια [ουσ ουδ πληθ.]
αψού! [επιφ.] βαγιουλεύω [ρ. μτβ.]
αψύς {-ύ κ. -ιο... βαγιουλιάζω [ρ. μτβ.]
αψυχολόγητος [επίθ.] βαγκνερικός [αρσ. επίθ και ουσ]
άψυχος [επίθ.] βαγκόν λι, βαγκον–λί [ουσ ουδ.]
αψύχωτος [επίθ.] βαγονέτο [ουσ ουδ.]
άωρος [επίθ.] βαγόνι {βαγον-ιού...
άωτον {χωρ. πληθ... βάδην [ουσ ουδ.]
Β, β [ουσ ουδ.] βάδην [επίρ.]
βαβά {χωρ. πληθ... βαδίζω (βάδισα)
Βαβέλ [θηλ.ουσ] βάδισμα [ουσ ουδ.]
βάβισμα [ουσ ουδ.] βαδιστής [ουσ αρσ ]
βαβούρα {χωρ. πληθ... βαζάκι [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: