Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

άληστος [επίθ.] αλιεύς [ουσ αρσ ]
αλητάκι [ουσ ουδ.] αλιευτικός [επίθ.]
αλητάμπουρας {χωρ. γεν.... αλιεύω {αλίευ-σα,...
αληταράς {αληταράδε... αλιζαρίνη [θηλ.ουσ]
αληταρία {χωρ. πληθ... Αλικαρνασσέας [ουσ αρσ ]
αληταριό [ουσ ουδ.] Αλικαρνασσεύς [ουσ αρσ ]
αλητεία {αλητειών} άλικος [επίθ.]
αλητεύω {αλήτεψα} ... αλικοτάω ipf αλικόν...
αλήτης {αλητών} αλικουντάω ipf αλικόν...
αλήτικος [επίθ.] αλικουντίζω ipf αλικόν...
αλήτισσα {αλητισσών... αλικυκλικός [επίθ.]
αλητόπαιδο [ουσ ουδ.] αλίμενος [επίθ.]
αλητοπαρέα {αλητοπαρε... αλίμονο! [επιφ.]
αλητοτουρίστρια [θηλ.ουσ] άλιος [επίθ.]
αλθαία {αλθαιών} αλίπαστα [ουσ ουδ πληθ.]
αλί! [επιφ.] αλίπαστος [επίθ.]
αλιαετός [ουσ αρσ ] αλισά [θηλ.ουσ]
Αλιάκμων ο, gen Aλι... αλισβερίσι {δύσχρ. αλ...
αλιγάτορας {αλιγατόρω... αλισίβα {χωρ. πληθ...
Αλιγκέρης [κύρ.όν. αρσ.] αλιτάνα [θηλ.ουσ]
Αλιγκιέρης [κύρ.όν. αρσ.] αλιτήριος [επίθ.]
αλιδόνα [θηλ.ουσ] αλίτουρος [ουσ αρσ ]
αλιέας ο, gen αλι... αλιφασκιά [θηλ.ουσ]
αλιεία {χωρ. πληθ... αλιφατικός [επίθ.]
αλίευμα {αλιεύμ-ατ... άλιωτος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: