Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αλληλεπίδραση gen αλληλε... αλληλομάχουνται ipf αλληλο...
αλληλεπιδρώ αόρ. αλληλ... αλληλομισούμαι [-είσαι, -...
Αλληλεπιδρών [επίθ.] αλληλομορφικός [επίθ.]
αλληλεπικαλύπτω [ρ. μτβ.] αλληλόμορφος [επίθ.]
αλληλο– [πρθμ.] αλληλοπάθεια {χωρ. πληθ...
αλληλοακυρώνομαι [ρ. παθ.] αλληλοπαθής {αλληλοπαθ...
αλληλοβοήθεια [θηλ.ουσ] αλληλοπολεμιούνται ipf αλληλο...
αλληλοβοηθιέμαι [ρ. παθ.] αλληλοσκοτώνουνται αλληλοσκοτ...
αλληλοβοηθούμαι [-είσαι, -... αλληλοσπαραγμός [ουσ αρσ ]
αλληλοβρίζομαι 1pl αλληλο... αλληλοσπαράζουνται 1 pl αλλη...
αλληλογραφία {αλληλογρα... αλληλοσπαράσσομαι [ρ. παθ.]
αλληλογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] αλληλοσυγκρουόμενος [επίθ.]
αλληλογραφώ {αλληλογρα... αλληλοσυνδέομαι [ρ. παθ.]
αλληλογραφών [επίθ.] αλληλοσύνδεση [θηλ.ουσ]
αλληλοδιαδοχή {χωρ. πληθ... αλληλοσυνδέω [ρ. μτβ.]
αλληλοδιάδοχος [επίθ.] αλληλοσυσχέτιση η, pl αλλη...
αλληλοδιαδόχως [επίρ.] αλληλοτραυματίζουνται aor subj α...
αλληλοεκτίμηση [θηλ.ουσ] αλληλοϋβρίζονται 1pl αλληλο...
αλληλοεκτιμούνται prp αλληλο... αλληλούϊ§α! [επιφ.]
αλληλοεξάρτηση gen αλληλε... αλληλουχία {χωρ. πληθ...
αλληλοεπενέργεια [θηλ.ουσ] αλλιγάτορας [ουσ αρσ ]
αλληλοεπηρεάζουνται 3 sg αλληλ... αλλιώς [επίρ.]
αλληλοεπίδραση gen αλληλε... αλλιώτικα [επίρ.]
αλληλοκατηγορούμαι [-είσαι, -... αλλιώτικος [επίθ.]
αλληλοκλέβουνται [ρ. απρ.] άλλο [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: