Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αντριανός [κύρ.όν. αρσ.] αντρώνω aor άνδρωσ...
αντρικά [ουσ ουδ πληθ.] αντσούγα [θηλ.ουσ]
αντρίκεια [επίρ.] αντσούγια {χωρ. γεν....
αντρίκειος [επίθ.] άντυξ [θηλ.ουσ]
αντρικός [επίθ.] άντυτος [επίθ.]
αντρικότατος [επίθ.] αντωνυμία [θηλ.ουσ]
αντρικότερος [επίθ.] αντωνυμικός [επίθ.]
αντρικότητα [θηλ.ουσ] ανυδρία [θηλ.ουσ]
αντρισμός [ουσ αρσ ] ανυδρίδιο [ουσ ουδ.]
Αντρίτσενα gen Aνδρίτ... άνυδρος [επίθ.]
αντριώτικος [επίθ.] ανύμνηση [θηλ.ουσ]
Άντρο gen Άνδρου... ανυμνώ (ανύμνησα)...
άντρο [ουσ ουδ.] ανυμνών [ουσ αρσ ]
αντρογυναίκα {αντρογυνα... ανύμφευτος [επίθ.]
αντρόγυνο {ανδρογύν-... ανυπακοή [θηλ.ουσ]
Αντρομάχη [κύρ.όν. θηλ.] ανυπάκοος [επίθ.]
άντρον [ουσ ουδ.] ανυπάκοος [ουσ αρσ ]
Άντρος gen Άνδρου... ανυπάκουος [επίθ.]
αντροσύνη {χωρ. πληθ... ανύπανδρος [επίθ.]
αντροφάς [ουσ αρσ ] ανύπαντρη [θηλ.ουσ]
αντροχωρίστρα {χωρ. γεν.... ανύπαντρος [επίθ.]
αντρωμένος [επίθ.] ανύπαρκτος [επίθ.]
αντρωνίτης [ουσ αρσ ] ανυπαρξία [θηλ.ουσ]
αντρώνομαι (αντρ-ώθηκ... ανύπαρχτος [επίθ.]
αντρωνυμικό [ουσ ουδ.] ανυπεράσπιστος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: