Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αποδελτίωση {-ης κ. -ώ... αποδιαλέγω aor αποδιά...
αποδένω aor αμπόδε... αποδιαμορφώνω [ρ. μτβ.]
αποδεξαμενίζω [ρ. μτβ.] αποδιαμόρφωση [θηλ.ουσ]
αποδεξαμενισμός [ουσ αρσ ] αποδιαρθρωμένος [επίθ.]
αποδεσμευμένος [επίθ.] αποδιαρθρώνω (αποδιάρθρ...
αποδεσμεύομαι aor αποδεσ... αποδιάρθρωση [θηλ.ουσ]
αποδεσμευόμενος [επίθ.] αποδιδόμενος [επίθ.]
αποδέσμευση {-ης κ. -ε... αποδίδω (απέδ-ωσα ...
αποδέσμευσις [θηλ.ουσ] αποδιεθνοποιημένος [επίθ.]
αποδεσμεύω (αποδέσμ -... αποδίνω ipf απέδιδ...
αποδέχομαι (αποδέχτηκ... αποδιοπομπαίος [επίθ.]
αποδεχόμενος [ουσ αρσ ] αποδιοργανωμένος [επίθ.]
αποδέχτης [ουσ αρσ ] αποδιοργανώνομαι aor αποδιο...
αποδεχτός [επίθ.] αποδιοργανώνω (αποδιοργά...
αποδήμηση [θηλ.ουσ] αποδιοργάνωση η, gen απο...
αποδημητής [ουσ αρσ ] αποδιοργάνωσις [θηλ.ουσ]
αποδημητικός [επίθ.] αποδιωγμένος [επίθ.]
αποδημία {αποδημιών... αποδιωγμός [ουσ αρσ ]
απόδημος [επίθ.] αποδιώκω ipf απόδιω...
αποδημώ (αποδήμησα... αποδιώχνω (απόδ-ιωξα...
αποδημών [ουσ αρσ ] αποδιώχτω ipf απόδιω...
αποδιαβαίνω aor αποδιά... άποδο [ουσ ουδ.]
αποδιαλέγια [ουσ ουδ πληθ.] αποδοκιμάζω (αποδοκίμ-...
αποδιαλεγμένος [επίθ.] αποδοκιμασία {αποδοκιμα...
αποδιαλεγούδια [ουσ ουδ πληθ.] αποδοκιμασμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: