Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

απόγονος {απογόν-ου... απόδειξη {-ης κ. -ε...
απογραμμένος [επίθ.] αποδείξιμος [επίθ.]
απογραφέας [ουσ αρσ και θηλ.] αποδείχνω ipf απόδει...
απογραφείς [επίθ.] αποδειχτικός [επίθ.]
απογραφεύς [ουσ αρσ και θηλ.] αποδεκατίζω (αποδεκάτ ...
απογραφή [θηλ.ουσ] αποδεκάτισμα [ουσ ουδ.]
απόγραφο {απογράφ-ο... αποδεκατισμένος [επίθ.]
απογράφω aor απόγρα... αποδεκατισμός [ουσ αρσ ]
απογυμνωμένος [επίθ.] αποδεκτά [επίρ.]
απογυμνώνομαι ipf απογυμ... αποδέκτης {αποδεκτών...
απογυμνώνω ipf απογύμ... αποδεκτός [επίθ.]
απογύμνωση [θηλ.ουσ] αποδέκτρια {αποδεκτρι...
απογυρίζω ipf απογύρ... αποδέλοιπος [επίθ.]
απογυρνώ ipf απογύρ... αποδελτιούμενος [επίθ.]
Άποδα [ουσ ουδ πληθ.] αποδελτιωμένος [επίθ.]
αποδασώνω [ρ. μτβ.] αποδελτιώνω (αποδελτί ...
αποδαύτος [επίθ.] αποδελτίωση {-ης κ. -ώ...
αποδεδειγμένος [επίθ.] αποδένω aor αμπόδε...
αποδεδομένος [επίθ.] αποδεξαμενίζω [ρ. μτβ.]
αποδειγμένος [επίθ.] αποδεξαμενισμός [ουσ αρσ ]
αποδεικνύομαι αόρ. απέδε... αποδεσμευμένος [επίθ.]
αποδεικνύω (απέδ-ειξα... αποδεσμεύομαι aor αποδεσ...
αποδεικτικό [ουσ ουδ.] αποδεσμευόμενος [επίθ.]
αποδεικτικός [επίθ.] αποδέσμευση {-ης κ. -ε...
αποδεικτός [επίθ.] αποδέσμευσις [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: