Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αποθεματικά [επίρ.] αποθηριώνω {αποθηρίω-...
αποθεματοποίηση [θηλ.ουσ] αποθησαυρίζω (αποθησαύρ...
αποθεματοποιώ [ρ. μτβ.] αποθησαύριση [θηλ.ουσ]
αποθεμελίωση [θηλ.ουσ] αποθησαυρισμένος [επίθ.]
αποθεραπευμένος [επίθ.] αποθησαυριστής [ουσ αρσ ]
αποθεραπεύομαι [ρ. παθ.] αποθησαυριστικός [επίθ.]
αποθεραπευόμενος [επίθ.] απόθητος [επίθ.]
αποθεραπεύω (αποθεράπ-... αποθνήσκω (απέθανον)...
απόθεση [θηλ.ουσ] αποθρασυμένος [επίθ.]
αποθετικός [επίθ.] αποθρασύνομαι ipf αποθρα...
αποθέτω (από-θεσα,... αποθράσυνση [θηλ.ουσ]
αποθεωμένος [επίθ.] αποθρασύνω (αποθράσ-υ...
αποθεώνω (αποθέ-ωσα... απόθραυσμα [ουσ ουδ.]
αποθέωση {-ης κ. -ώ... αποθυμάμαι aor αποθυμ...
αποθεωτικός [επίθ.] αποθυμένα [ουσ ουδ πληθ.]
αποθηκάριος {αποθηκαρί... αποθυμιά [θηλ.ουσ]
αποθηκεμένος [επίθ.] αποθυμώ (αποθύμησα...
αποθηκευμένος [επίθ.] αποίητος [επίθ.]
αποθήκευση {-ης κ. -ε... αποικία {αποικιών}
αποθηκεύσιμος [επίθ.] αποικιακά [ουσ ουδ πληθ.]
αποθηκεύω (αποθήκ-ευ... αποικιακός [επίθ.]
αποθήκη {αποθηκών} αποικιακώ aor αποικί...
αποθηλάζω [ρ. μτβ.] αποικίζω (αποίκ-ισα...
αποθηλασμός [ουσ αρσ ] αποικιοκράτης [ουσ αρσ ]
αποθηριωμένος [επίθ.] αποικιοκρατία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: