Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αποκλεισμένος [επίθ.] αποκοιμιστικός [επίθ.]
αποκλεισμός [ουσ αρσ ] αποκοιμούμαι αποκοιμάτα...
αποκλειστικά [επίρ.] αποκοιμώ 3sg αποκοι...
αποκλειστικός [επίθ.] αποκολλημένος [επίθ.]
αποκλειστικότητα {αποκλειστ... αποκόλληση {-ης κ. -ή...
αποκλείω {απέκλεισα... αποκολλιέμαι [ρ. παθ.]
απόκληρος [επίθ.] αποκολλούμαι [ρ. παθ.]
αποκληρωμένος [επίθ.] αποκολλώ (αποκόλλ-η...
αποκληρώνω (αποκλήρ-ω... αποκολοκύνθωση {-ης κ. -ώ...
αποκλήρωση [θηλ.ουσ] αποκομίζω (αποκόμ-ισ...
αποκλιμακωμένος [επίθ.] απόκομμα {αποκόμμ-α...
αποκλιμάκωση [θηλ.ουσ] αποκομμένος [επίθ.]
αποκλιμάκωσις [θηλ.ουσ] αποκοπή [θηλ.ουσ]
αποκλίνω (απέκλινα)... αποκόπτομαι aor αποκόπ...
αποκλίνων [επίθ.] αποκορυφούμενος [επίθ.]
απόκλιση [-εις] {-η... αποκορύφωμα {αποκορυφώ...
αποκλισιόμετρο [ουσ ουδ.] αποκορυφωμένος [επίθ.]
αποκόβγω [ρ. μτβ.] αποκορυφώνομαι ipf αποκορ...
αποκόβω ipf απόκοβ... αποκορύφωση [θηλ.ουσ]
αποκοιμάμαι αποκοιμάτα... αποκορύφωσις [θηλ.ουσ]
αποκοιμέμαι [ρ. παθ.] αποκοσκινίδι [ουσ ουδ.]
αποκοιμιέμαι (αποκοιμ-ή... απόκοσμος [επίθ.]
αποκοιμίζω (αποκοίμ-ι... απόκοτα [επίρ.]
αποκοίμιση [θηλ.ουσ] αποκοτάω [ρ. μτβ.]
αποκοιμισμένος [επίθ.] αποκοτιά {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: