Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αποσάθρωση {-ης κ. -ώ... αποσιωπώ (αποσιώπ-η...
αποσάθρωσις [θηλ.ουσ] αποσιωπώμενος [επίθ.]
αποσαθρωτικός [επίθ.] αποσκελετωμένος [επίθ.]
αποσαρίδι {αποσαριδ-... αποσκελετώνομαι [ρ. παθ.]
αποσαρίδια [θηλ.ουσ] αποσκελετώνω pass aor α...
αποσαφηνίζω (αποσαφήν-... αποσκεπάζω ipf αποσκέ...
αποσαφήνιση {-ης κ. -ί... αποσκευές [θηλ. ουσ πληθ.]
αποσαφήνισις [θηλ.ουσ] αποσκευή [θηλ.ουσ]
αποσαφηνισμένος [επίθ.] απόσκιος [επίθ.]
απόσβεση {-ης κ. -έ... αποσκίρτηση {-ης κ. -ή...
αποσβεσμένος [επίθ.] αποσκιρτώ (αποσκίρτη...
αποσβήνω ipf απόσβη... αποσκληραίνω (αποσκλήρ-...
αποσβόλωμα [ουσ ουδ.] αποσκλήρυνση [θηλ.ουσ]
αποσβολωμένος [επίθ.] αποσκληρύνω (αποσκλήρ-...
αποσβολώνομαι ipf αποσβο... αποσκολνώ aor αποσκό...
αποσβολώνω (αποσβόλ-ω... αποσκοπώ [-είς, -εί...
αποσβόλωση [θηλ.ουσ] αποσκορακισμένος [επίθ.]
αποσβυσμένος [επίθ.] αποσκορακισμός [ουσ αρσ ]
απόσειση {-ης κ. -ε... αποσμητικό [ουσ ουδ.]
αποσείω (απέσεισα,... αποσμητικός [επίθ.]
αποσερτά [επίρ.] αποσόβηση {-ης κ. -ή...
αποσιωπημένος [επίθ.] αποσόβησις [θηλ.ουσ]
αποσιώπηση {-ης κ. -ή... αποσοβώ (αποσόβ-ησ...
αποσιώπησις [θηλ.ουσ] αποσούρνω ipf απόσερ...
αποσιωπητικά [ουσ ουδ πληθ.] απόσπαση {-ης κ. -ά...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: