Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

απόφοιτος [επίθ.] αποχαιρετάω [ρ. μτβ.]
απόφοιτος {-ου κ. -ο... αποχαιρετιέμαι [ρ. παθ.]
αποφοιτώ (αποφοίτησ... αποχαιρετίζω (αποχαιρέτ...
αποφορά [θηλ.ουσ] αποχαιρετισμένος [επίθ.]
αποφόρι {αποφορ-ιο... αποχαιρετισμός [ουσ αρσ ]
αποφορτίζω (αποφόρτισ... αποχαιρετιστήριος [επίθ.]
αποφορτισμένος [επίθ.] αποχαιρετώ (αποχαιρέτ...
αποφραγμένος [επίθ.] αποχαίρομαι aor αποχάρ...
αποφράδα [θηλ.ουσ] αποχαλάω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
αποφράζω (απόφρ-αξα... αποχαλινωμένος [επίθ.]
αποφρακτικός [επίθ.] αποχαλινώνομαι aor αποχαλ...
απόφραξη {-ης κ. -ά... αποχαλινώνω (αποχαλίν-...
αποφράσσομαι Ρ αόρ. απέ... αποχαλίνωση {-ης κ. -ώ...
αποφράσσω aor απόφρα... αποχαλίνωσις [θηλ.ουσ]
αποφτιάχνω aor απόφτι... αποχάμου [επίρ.]
αποφτού [επίρ.] αποχαρακτηρίζω {αποχαρακτ...
αποφυγή {χωρ. πληθ... αποχαρβάλωμα [ουσ ουδ.]
αποφυλακιζόμενος [ουσ αρσ ] αποχαρβαλωμένος [επίθ.]
αποφυλακίζω (αποφυλάκ-... αποχαρβαλώνω [ρ. μτβ.]
αποφυλάκιση [-εις] αποχαυνωμένα [επίρ.]
αποφυλακισμένος [επίθ.] αποχαυνωμένος [επίθ.]
αποφυλλώνω [ρ. μτβ.] αποχαυνώνομαι aor αποχαυ...
αποφύλλωση [θηλ.ουσ] αποχαυνώνω (αποχαύν-ω...
απόφυση {-ης κ. -ύ... αποχαύνωση {-ης κ. -ώ...
αποφώνηση {-ης κ. -ή... αποχαυνωτικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: