Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αριστουργηματικός [επίθ.] αρκούντως [επίρ.]
αριστούχος [επίθ.] Αρκτίδες [θηλ. ουσ πληθ.]
Αριστοφάνης {-η κ. -ου... αρκτικόλεξο {-ου κ. -έ...
αριστοφανικός [επίθ.] αρκτικός{1} [επίθ.]
αρίφνητος [επίθ.] αρκτικός{2} [επίθ.]
Αρίωνας [ουσ αρσ ] άρκτος [θηλ.ουσ]
Αρκάδας [ουσ αρσ ] αρκώ {αρκείς......
Αρκαδία [κύρ.όν. θηλ.] αρλεκίνος [ουσ αρσ ]
αρκαδικός [επίθ.] αρλούμπα {χωρ. γεν....
αρκεβούζιο {αρκεβουζί... αρλούμπας [ουσ αρσ ]
αρκεί {αρκείς...... αρλουμπατζής [ουσ αρσ ]
αρκεί! [επιφ.] αρλουμπολόγος [ουσ αρσ ]
αρκετά [επίρ.] άρμα {άρμ-ατος ...
αρκετά! [επιφ.] αρμαγάδιν [ουσ ουδ.]
αρκετοί [επίθ.] Αρμαγεδών {-ος, -α}
αρκετός [επίθ.] Αρμαγεδδών {-ος, -α}
αρκομπουζιά [θηλ.ουσ] αρμάδα [θηλ.ουσ]
αρκομπουζιέρης [ουσ αρσ ] αρμάθα [θηλ.ουσ]
αρκούδα [θηλ.ουσ] αρμαθιά [θηλ.ουσ]
αρκουδάκι {χωρ. γεν.... αρμαθιάζω {αρμάθιασ-...
αρκουδάμαξον [ουσ ουδ.] αρμάθιασμα [ουσ ουδ.]
αρκουδιάρισσα {χωρ. γεν.... αρμαθιασμένος [επίθ.]
αρκουδώ ipf αρκούδ... αρμάρι [ουσ ουδ.]
αρκούμαι [ρ. παθ.] αρμαρόζα [θηλ.ουσ]
αρκούμενος [επίθ.] άρματα {αρμάτων}

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: