Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αρτιοδάκτυλος [ουσ αρσ ] αρτσούμπαλος [επίθ.]
άρτιος [επίθ.] αρτύζω aor άρτυσα...
αρτιοσύλλαβος [επίθ.] άρτυμα [ουσ ουδ.]
αρτιότατος [επίθ.] αρτύματα [ουσ ουδ πληθ.]
αρτιότερος [επίθ.] αρτυμένος [επίθ.]
αρτιότης [θηλ.ουσ] αρτύνω aor άρτυσα...
αρτιότητα [θηλ.ουσ] αρύβαλλος {αρυβάλλ-ο...
αρτίστα {χωρ. γεν.... αρύς [επίθ.]
αρτίστας {χωρ. γεν.... αρχάγγελος {αρχαγγέλ-...
αρτιωμένος [επίθ.] αρχαία [ουσ ουδ πληθ.]
αρτιώνω {αρτίω-σα,... αρχαΐζω {αρχάισα} ...
αρτιώτατος [επίθ.] αρχαΐζων [επίθ.]
αρτιώτερος [επίθ.] αρχαϊκός [επίθ.]
αρτοβιομηχανία {αρτοβιομη... αρχαϊκότατος [επίθ.]
αρτοποιείο [ουσ ουδ.] αρχαϊκότερος [επίθ.]
αρτοποίηση [θηλ.ουσ] αρχαϊκότητα [θηλ.ουσ]
αρτοποιία {χωρ. πληθ... αρχαϊκώτατος [επίθ.]
αρτοποιός [ουσ αρσ και θηλ.] αρχαϊκώτερος [επίθ.]
αρτοπωλείο [ουσ ουδ.] αρχαιοδίφης {αρχαιοδιφ...
αρτοπώλης [ουσ αρσ ] αρχαιοζωικός [επίθ.]
αρτοπώλις [θηλ.ουσ] αρχαίοι [ουσ αρσ πληθ.]
αρτοπώλισσα [θηλ.ουσ] αρχαιοκαπηλεία [θηλ.ουσ]
άρτος [ουσ αρσ ] αρχαιοκαπηλία {χωρ. πληθ...
αρτοσκεύασμα {αρτοσκευά... αρχαιοκάπηλος {αρχαιοκαπ...
αρτοφόριο {αρτοφορί-... αρχαιολατρεία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: