Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βρομισμένος [επίθ.] βρόντος [ουσ αρσ ]
βρομόγλωσσα {χωρ. γεν.... βροντόσαυρος {βροντοσαύ...
βρομοδουλειά [θηλ.ουσ] βροντοφωνάζω {βροντοφών...
βρομόκαιρος [ουσ αρσ ] βροντοφωνάζω {βροντοφών...
βρομοκοπάω [ρ. μτβ. και αμετβ.] βροντόφωνος [επίθ.]
βρομοκοπώ {βρομοκοπά... βροντοχτυπάω [ρ. μτβ.]
βρομοκοπώ {βρομοκοπά... βροντώ {βροντάς.....
βρομόλογο [ουσ ουδ.] βροντώ {βροντάς.....
βρομόνερα [ουσ ουδ πληθ.] βροντώδης {βροντώδ-ο...
βρομονέρι [ουσ ουδ.] βρουκέλλωση {-ης κ. -ώ...
βρομόνερο [ουσ ουδ.] βροχερός [επίθ.]
βρομόξυλο [ουσ ουδ.] βροχή [θηλ.ουσ]
βρομόσκυλο [ουσ ουδ.] βροχή [επίρ.]
βρομόστομος [επίθ.] βροχηδόν [επίρ.]
βρομο– [πρθμ.] βρόχι [ουσ ουδ.]
βρομώ {βρομάς...... βροχικά [ουσ ουδ πληθ.]
βροντάει {βροντάς..... βρόχινος [επίθ.]
βροντάω [ρ. μτβ. και αμετβ.] βροχομετρία [θηλ.ουσ]
βροντερά [επίρ.] βροχομετρικός [επίθ.]
βροντερός [επίθ.] βροχόμετρο {βροχομέτρ...
βροντερότατος [επίθ.] βροχοποιός [ουσ αρσ ]
βροντερότερος [επίθ.] βροχόπτωση {-ης κ. -ώ...
βροντή [θηλ.ουσ] βρόχος [ουσ αρσ ]
βρόντημα {βροντήμ-α... βρύο [ουσ ουδ.]
βροντοκοπάω [ρ. μτβ. και αμετβ.] βρυολογία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: