Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βρυόφυτο [ουσ ουδ.] βρώσιμος [επίθ.]
βρύση {βρυσών} βρώσις [θηλ.ουσ]
βρυχηθμός [ουσ αρσ ] βύζαγμα {βυζάγμ-ατ...
βρυχιέμαι [ρ. παθ.] βυζαγμένος [επίθ.]
βρυχώμαι {βρυχάται.... βυζαίνω {βύζα-ξα, ...
βρυχώμενος [επίθ.] βυζαίνω {βύζα-ξα, ...
βρώμα {βρώμ-ατος... βυζανιάρικο [ουσ ουδ.]
βρωμερά [επίρ.] Βυζαντινή [θηλ.ουσ]
βρωμερός [επίθ.] βυζαντινισμός [ουσ αρσ ]
βρωμερότητα [θηλ.ουσ] βυζαντινολογία {βυζαντινο...
βρώμη [θηλ.ουσ] βυζαντινολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
βρωμιά [θηλ.ουσ] βυζαντινολογώ {βυζαντινο...
βρωμιάρης [ουσ αρσ ] βυζαντινός [επίθ.]
βρωμίδιο [ουσ ουδ.] βυζαντινός [ουσ αρσ ]
βρωμίζομαι [ρ. παθ.] Βυζάντιο {Βυζαντίου...
βρωμίζω (βρώμ-ισα,... βυζάνω μτχ. βυζα...
βρώμικα [επίρ.] βυζασταρούδι [ουσ ουδ.]
βρώμικος [επίθ.] βυζάστρα {δύσχρ. βυ...
βρώμιο [ουσ ουδ.] βυζί {βυζ-ιού |...
βρωμισμένος [επίθ.] βυζούνι [ουσ ουδ.]
βρωμογύναικο [ουσ ουδ.] βυθίζομαι [ρ. παθ.]
βρωμοκοπώ [ρ.αμτβ.] βυθιζόμενος [ουσ αρσ ]
βρωμοφόρμιο [ουσ ουδ.] βυθίζω {βύθισ-α, ...
βρωμώ (βρόμησα, ... βυθίζων [ουσ αρσ ]
βρώση {-ης κ. -ώ... βύθιση {-ης κ. -ί...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: