Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εικονολόγος [ουσ αρσ ] εικοσιεννιά [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
εικονομαχία {χωρ. πληθ... είκοσι έξι [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
εικονομάχος [ουσ αρσ και θηλ.] εικοσιοκτώ [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
εικονομετρία [θηλ.ουσ] εικοσιπενταετία [θηλ.ουσ]
εικονομετρικός [επίθ.] εικοσιπεντάρα [θηλ.ουσ]
εικονόμετρο [ουσ ουδ.] εικοσιπεντάρης [ουσ αρσ ]
εικονοποιητικός [επίθ.] είκοσι πέντε [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
εικονοσκόπιο {εικονοσκο... είκοσι τέσσερα [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
εικονοστάση [θηλ.ουσ] εικοσιτετράωρο {εικοσιτετ...
εικονοστάσι [ουσ ουδ.] είκοσι τρία [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
εικονοστάσιο {εικονοστα... εικοστό [τακτ. αριθμ. επίθ.]
εικοσάδα [θηλ.ουσ] εικοστός [επίθ.]
εικοσάδραχμο [ουσ ουδ.] εικοτολογία {εικοτολογ...
εικοσάεδρο [ουσ ουδ.] εικοτολογώ [-είς, -εί...
εικοσάεδρος [επίθ.] εικών [θηλ.ουσ]
εικοσαετής {εικοσαετ-... ειλεΐτιδα [θηλ.ουσ]
εικοσαετία {εικοσαετι... ειλεός [ουσ αρσ ]
εικοσάρα {χωρ. γεν.... ειλεοτυφλικός [επίθ.]
εικοσάρης {εικοσάρηδ... ειλικρινά [επίρ.]
εικοσαριά {χωρ. πληθ... ειλικρινά! [επιφ.]
εικοσάρικο [ουσ ουδ.] ειλικρίνεια {χωρ. πληθ...
εικοσάχρονος [επίθ.] ειλικρινέστατος [επίθ.]
είκοσι [ απόλ. αριθμ. επίθ.] ειλικρινέστερος [επίθ.]
εικοσιένα [ απόλ. αριθμ. επίθ.] ειλικρινής {ειλικριν-...
εικοσιένα [nome pr. nt.] ειλικρινώς [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: