Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ειρήνευση {-ης κ. -ε... ειρωνεία {ειρωνειών...
ειρηνεύσιμος [επίθ.] ειρωνεύομαι {ειρωνεύ-θ...
ειρηνευτής {ειρηνευτρ... ειρωνία [θηλ.ουσ]
ειρηνευτικός {μεσν.} ειρωνικά [επίρ.]
ειρηνεύω {ειρήν-ευσ... ειρωνικός [επίθ.]
ειρηνεύω {ειρήν-ευσ... ειρωνικότατος [επίθ.]
ειρήνη {χωρ. πληθ... ειρωνικότερος [επίθ.]
ειρηνικός [επίθ.] ειρωνικώτατος [επίθ.]
ειρηνικότατος [επίθ.] ειρωνικώτερος [επίθ.]
ειρηνικότερος [επίθ.] εις [πρόθ.]
ειρηνικώτατος [επίθ.] εις [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
ειρηνικώτερος [επίθ.] εισαγγελέας {(θηλ. εισ...
ειρηνισμός [ουσ αρσ ] εισαγγελία {χωρ. πληθ...
ειρηνιστής {ειρηνιστρ... εισάγομαι Ρ πρτ. εισ...
ειρηνιστικός [επίθ.] εισάγω Ρ πρτ. εισ...
ειρηνοδικείο [ουσ ουδ.] εισαγωγέας {-α κ. -έω...
ειρηνοδίκης {(θηλ. ειρ... εισαγωγές [θηλ. ουσ πληθ.]
ειρηνοποιός [ουσ αρσ ] εισαγωγή [θηλ.ουσ]
ειρηνοφιλία [θηλ.ουσ] εισαγωγικά [ουσ ουδ πληθ.]
ειρηνόφιλος [επίθ.] εισαγωγικός [επίθ.]
ειρκτή [θηλ.ουσ] εισαγώγιμος [επίθ.]
ειρμός [ουσ αρσ ] εισάγων [επίθ.]
έιρ–μπαγκ [ουσ ουδ.] εισακούω {εισάκουσα...
είρων {είρων-ος,... εισακτέοι [ουσ αρσ πληθ.]
είρωνας [ουσ αρσ και θηλ.] εισακτέος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: