Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκνευριστικός [επίθ.] εκπαρθενεύω {εκπαρθένε...
έκνομα [επίρ.] εκπατρίζομαι {εκπατρίσ-...
εκνομία [θηλ.ουσ] εκπατρίζω (εκπάτρ-ισ...
έκνομος [επίθ.] εκπατρισμένος [επίθ.]
εκνόμως [επίρ.] εκπατρισμός [ουσ αρσ ]
εκούσια [επίρ.] εκπέμπομαι Ρ αόρ. εξέ...
εκούσιος [επίθ.] εκπέμπω {εξέπεμψα ...
εκουσίως [επίρ.] εκπέμπων [επίθ.]
έκπαγλος [επίθ.] εκπεσμός [ουσ αρσ ]
εκπαιδευμένος [επίθ.] εκπηγάζω {εκπήγασα}...
εκπαιδεύομαι [ρ. παθ.] εκπήγαση [θηλ.ουσ]
εκπαίδευση {-ης κ. -ε... εκπηδώ [ρ. μτβ.]
εκπαιδεύσιμος {εκπαιδευσ... εκπίπτω {εξέπεσα (...
εκπαιδευτήριο {εκπαιδευτ... εκπίπτω {εξέπεσα (...
εκπαιδευτής [ουσ αρσ ] εκπλειστηριάζομαι [ρ. παθ.]
εκπαιδευτικοί [ουσ αρσ πληθ.] εκπλέω {εξέπλευσα...
εκπαιδευτικός [επίθ.] εκπληκτικά [επίρ.]
εκπαιδευτικός [ουσ αρσ και θηλ.] εκπληκτικός [επίθ.]
εκπαιδεύτρια {εκπαιδευτ... εκπληκτικότατος [επίθ.]
εκπαιδεύω {εκπαίδευ-... εκπληκτικότερος [επίθ.]
εκπαραθυρώνομαι [ρ. παθ.] εκπληκτικώτατος [επίθ.]
εκπαραθυρώνω (εκπαραθύρ... εκπληκτικώτερος [επίθ.]
εκπαραθύρωση {-ης κ. -ώ... έκπληκτος [επίθ.]
εκπαρθενεύομαι [ρ. παθ.] έκπληξη {-ης κ. -ή...
εκπαρθένευση [θηλ.ουσ] έκπληξη! [επιφ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: