Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκπληρωμένος [επίθ.] εκπονώ {εκπονείς....
εκπληρώνομαι αόρ. και ε... εκπορεύομαι {εκπορεύθη...
εκπληρώνω {εκπλήρω-σ... εκπόρευση [θηλ.ουσ]
εκπλήρωση [-εις] εκπόρθηση [θηλ.ουσ]
εκπλήσσομαι αόρ. εξέπλ... εκπορθητής [ουσ αρσ ]
εκπλήσσω {εξέπληξα,... εκπορθούμαι [ρ. παθ.]
εκπλήττομαι αόρ. εξέπλ... εκπορθώ {εκπορθείς...
εκπλήττω αόρ. εξέπλ... εκπορνεύομαι [ρ. παθ.]
έκπλυση [θηλ.ουσ] εκπόρνευση [θηλ.ουσ]
εκπνέομαι αόρ. εξέπν... εκπορνεύω {εκπόρνευ-...
εκπνευστικός [επίθ.] εκπρόθεσμος [επίθ.]
εκπνέω {εξέπνευσα... εκπροσωπεύομαι [ρ. παθ.]
εκπνέω {εξέπνευσα... εκπροσωπευτικός [επίθ.]
εκπνοή [θηλ.ουσ] εκπροσώπηση [-εις]
εκποίηση {-ης κ. -ή... εκπρόσωπος {εκπροσώπ-...
εκποιούμαι [ρ. παθ.] εκπροσωπούμαι [ρ. παθ.]
εκποιώ {εκποιείς.... εκπροσωπώ {εκπροσωπε...
εκπολιτίζομαι [ρ. παθ.] εκπτύσσω (εξέπτυξα)
εκπολιτίζω {εκπολίτισ... εκπτώσεις [θηλ. ουσ πληθ.]
εκπολιτισμός [ουσ αρσ ] έκπτωση {-ης κ. -ώ...
εκπολιτιστικός [επίθ.] εκπτωτικός [επίθ.]
εκπομπή [θηλ.ουσ] έκπτωτος [επίθ.]
εκπομπός [ουσ αρσ ] εκπυρσοκρότηση [θηλ.ουσ]
εκπόνηση [θηλ.ουσ] εκπυρσοκροτητής [ουσ αρσ ]
εκπονούμαι [ρ. παθ.] εκπυρσοκροτώ {εκπυρσοκρ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: