Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

έκφυμα [ουσ ουδ.] εκχύνω {εξέχυσα, ...
εκφύομαι {μόνο σε ε... έκχυση [θηλ.ουσ]
εκφύω (εξέφυσα) εκχωματίζομαι [ρ. παθ.]
εκφώνημα {εκφωνήμ-α... εκχωματώνομαι [ρ. παθ.]
εκφώνηση {-ης κ. -ή... εκχωματώνω {εκχωμάτω-...
εκφωνήσιμος [επίθ.] εκχωμάτωση [θηλ.ουσ]
εκφωνητής {εκφωνητρι... εκχώρηση {-ης κ. -ή...
εκφωνήτρια {εκφωνητρι... εκχωρητέος [επίθ.]
εκφωνούμαι [ρ. παθ.] εκχωρητής {εκχωρητρι...
εκφωνώ {εκφωνείς.... εκχωρήτρια {εκχωρητρι...
εκχειλίζω {εξεχείλισ... εκχωρούμαι [ρ. παθ.]
εκχείλιση [θηλ.ουσ] εκχωρώ {εκχωρείς....
εκχερσώνω {εκχέρσω-σ... εκών {εκ-όντος ...
εκχέρσωση [θηλ.ουσ] έλα [επίρ.]
εκχιονιστήρας [ουσ αρσ ] έλα! [επιφ.]
εκχριστιανίζομαι [ρ. παθ.] ελαία {ελαιών}
εκχυδαΐζομαι [ρ. παθ.] ελαΐνη {ελαϊνών}
εκχυδαΐζω {εκχυδάισα... έλαιο [επιφ.]
εκχυδαϊσμός [ουσ αρσ ] ελαιογραφία {ελαιογραφ...
εκχυλίζομαι [ρ. παθ.] ελαιογραφικός [επίθ.]
εκχύλισμα {εκχυλίσμ-... ελαιόδενδρο [ουσ ουδ.]
έκχυμα [ουσ ουδ.] ελαιόδεντρο {-ου κ. -έ...
εκχύμωση {-ης κ. -ώ... ελαιόκαρπος {-ου κ. -ά...
εκχυμωτικός [επίθ.] ελαιοκομία {χωρ. πληθ...
εκχύνομαι [ρ. παθ.] ελαιόλαδο {-ου κ. -ά...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: