Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εμβρυοπλαστία [θηλ.ουσ] εμμετρωπία [θηλ.ουσ]
εμβρυουλκός [ουσ αρσ ] εμμετρωπικός [επίθ.]
εμβρυώδης [επίθ.] έμμηνα {εμμήνων}
εμβυθίζομαι [ρ. παθ.] εμμηναγωγός [επίθ.]
εμβυθίζω [ρ. μτβ.] εμμηναρχή [θηλ.ουσ]
εμβύθιση [θηλ.ουσ] εμμηνόπαυση {-ης κ. -α...
εμείς [αντων.] εμμηνοπαυσιακός [επίθ.]
εμένα [αντων.] εμμηνορραγία {εμμηνορρα...
εμετικό [ουσ ουδ.] Εμμηνορραγικός [επίθ.]
εμετικός [επίθ.] εμμηνόρροια {χωρ. πληθ...
εμετολογικός [επίθ.] εμμηνορροϊκός [επίθ.]
εμετός [ουσ αρσ ] εμμηνορρυσία [θηλ.ουσ]
εμιγκρέ [ουσ αρσ ] έμμηνος [επίθ.]
εμιράτο [ουσ ουδ.] έμμισθος [επίθ.]
εμίρης {εμίρηδες} έμμισχος [επίθ.]
εμίρισσα [θηλ.ουσ] εμμονή [θηλ.ουσ]
Εμμανουήλ {άκλ.} έμμονος [επίθ.]
εμμελέστατος [επίθ.] εμορφοδιωματούσα [επίθ.]
εμμελέστερος [επίθ.] έμπα [ουσ ουδ.]
εμμελής {εμμελ-ούς... εμπάθεια {εμπαθειών...
εμμένω Ρ αόρ. ενέ... εμπαθέστατος [επίθ.]
έμμεσα [επίρ.] εμπαθέστερος [επίθ.]
έμμεσος [επίθ.] εμπαθής {εμπαθ-ούς...
εμμέσως [επίρ.] εμπαιγμός [ουσ αρσ ]
έμμετρος [επίθ.] εμπαίζομαι αόρ. ενέπα...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: