Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εμποδίζομαι [ρ. παθ.] εμπορικό [ουσ ουδ.]
εμποδίζω {εμπόδισ-α... εμπορικός [επίθ.]
εμπόδιο {εμποδί-ου... εμπορικότητα {χωρ. πληθ...
εμπόδιση [θηλ.ουσ] εμπόριο {εμπορίου ...
εμποδισμένος [επίθ.] εμποριολογία [θηλ.ουσ]
εμποδιστής {εμποδιστρ... εμποριολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
εμποδιστικός [επίθ.] εμπόρισσα [θηλ.ουσ]
εμποδίστρια {εμποδιστρ... εμποροκράτης [ουσ αρσ ]
εμπόλεμοι [ουσ αρσ πληθ.] εμποροκρατία {χωρ. πληθ...
εμπόλεμος [επίθ.] εμποροκρατικός [επίθ.]
εμπολή [θηλ.ουσ] εμποροκρατισμός [ουσ αρσ ]
εμποράκος [ουσ αρσ ] εμπορομεσίτης {εμπορομεσ...
έμπορας [ουσ αρσ ] εμποροπανήγυρη [-εις]
εμπορευάμενη [θηλ.ουσ] εμποροπλοίαρχος [ουσ αρσ ]
εμπόρευμα {εμπορεύμ-... εμποροράπτης [ουσ αρσ ]
εμπορεύματα [ουσ ουδ πληθ.] εμποροράφτης [ουσ αρσ ]
εμπορευματολογία {χωρ. πληθ... έμπορος [ουσ αρσ ]
εμπορευματοποίηση {-ης κ. -ή... εμποροϋπάλληλος {εμπορούπα...
εμπορευματοποιούμαι [ρ. παθ.] εμποτίζομαι [ρ. παθ.]
εμπορεύομαι {μτχ. ενεσ... εμποτίζω {εμπότισ-α...
εμπορευόμενος [ουσ αρσ ] εμποτισμένος [επίθ.]
εμπορεύσιμος [επίθ.] εμποτισμός [ουσ αρσ ]
εμπορευσιμότητα [θηλ.ουσ] εμπράγματος [επίθ.]
εμπορία {χωρ. πληθ... έμπρακτος [επίθ.]
εμπορικάκι [ουσ ουδ.] εμπράκτως [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: