Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εμφατικώτερος [επίθ.] έμψυχος [επίθ.]
εμφιαλωμένος [επίθ.] εμψυχώνομαι [ρ. παθ.]
εμφιαλώνω {εμφιάλω-σ... εμψυχώνω {εμψύχω-σα...
εμφιάλωση [θηλ.ουσ] εμψύχωση [θηλ.ουσ]
εμφιαλωτής [ουσ αρσ ] εμψυχωτής [ουσ αρσ ]
εμφιλοχωρώ {εμφιλοχωρ... εμψυχωτικός [επίθ.]
έμφοβος [επίθ.] εμψυχώτρια [θηλ.ουσ]
έμφραγμα {εμφράγμ-α... εμώ [-είς, -εί...
εμφραγματίας {εμφραγματ... εν [πρόθ.]
εμφρακτικός [επίθ.] ένα [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
έμφρακτο [ουσ ουδ.] ένα {ενός}
έμφραξη {-ης κ. -ά... εναγής {εναγ-ούς ...
εμφράσσομαι αόρ. ενέφρ... εναγκαλίζομαι (εναγκαλ-ί...
εμφράσσω αόρ. ενέφρ... εναγκαλισμός [ουσ αρσ ]
εμφύλιος [επίθ.] ενάγομαι παθ. μόνο ...
εμφύσημα {εμφυσήμ-α... εναγομένη η γεν. πλη...
εμφύσηση [θηλ.ουσ] εναγόμενος ο γεν. πλη...
εμφυσώ {εμφυσάς..... ενάγουσα {-ας κ. -ο...
εμφυτεύομαι [ρ. παθ.] ενάγω {ενήγαγα (...
εμφύτευση {-ης κ. -ε... ενάγων {ενάγοντ-ο...
εμφύτευτα [ουσ ουδ.] εναγώνιος [επίθ.]
εμφυτευτικός [επίθ.] εναέριος [επίθ.]
εμφυτεύω (εμφύτευσα... εναίσιμος [επίθ.]
έμφυτος [επίθ.] εναιώρημα {εναιωρήμ-...
εμφωλεύω {ενεφώλευσ... ενακτέος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: