Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξοικείωση {-ης κ. -ώ... εξομοίωση {-ης κ. -ώ...
εξοικονόμηση [θηλ.ουσ] εξομοιωτής [ουσ αρσ ]
εξοικονομούμαι [ρ. παθ.] εξομολόγηση {-ης κ. -ή...
εξοικονομώ {εξοικονομ... εξομολογητήριο {εξομολογη...
εξοικονομών [επίθ.] εξομολογητής [ουσ αρσ ]
εξοκέλλω {εξώκειλα ... εξομολογητικός [επίθ.]
εξόκουκκον [ουσ ουδ.] εξομολογιέμαι [ρ. παθ.]
εξολισθαίνω {εξολίσθησ... εξομολογούμαι [ρ. παθ.]
εξολίσθηση [θηλ.ουσ] εξομολογώ {(ε)ξομολο...
εξολκέας {εξολκ-είς... εξομπλίζω [ρ. μτβ.]
εξολοθρεύομαι μππ. εξολο... εξόμπλιον [ουσ ουδ.]
εξολόθρευση [θηλ.ουσ] εξόν [επίρ.]
εξολοθρεύσιμος [επίθ.] εξονειδιστικός [επίθ.]
εξολοθρευτής [ουσ αρσ ] εξοντώνομαι [ρ. παθ.]
εξολοθρευτικός [επίθ.] εξοντώνω {εξόντω-σα...
εξολοθρεύτρια {εξολοθρευ... εξόντωση [θηλ.ουσ]
εξολοθρεύω μππ. εξολο... εξοντωτικός [επίθ.]
εξολοκλήρου [επίρ.] εξονυχίζομαι [ρ. παθ.]
εξομαλίζω {εξομάλισ-... εξονυχίζω {εξονύχισα...
εξομαλυμένος [επίθ.] εξονύχιση [θηλ.ουσ]
εξομαλύνομαι [ρ. παθ.] εξονυχιστικά [επίρ.]
εξομάλυνση {-ης κ. -ύ... εξονυχιστικός [επίθ.]
εξομαλύνω {εξομάλυ-ν... εξοπλίζομαι [ρ. παθ.]
εξομοιώνομαι [ρ. παθ.] εξοπλίζω {εξόπλισ-α...
εξομοιώνω {εξομοίω-σ... εξόπλιση [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: