Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επερώτηση {-ης κ. -ή... επιβάλλεται πρτ. επέβα...
επερωτώ [-άς, -ά] ... επιβάλλομαι πρτ. επέβα...
επερωτώμαι [ρ. παθ.] επιβάλλον {επιβάλλον...
επερωτών [επίθ.] επιβάλλω {επέβαλα, ...
επέσω [ρ. μτβ.] επιβαρημένος [επίθ.]
έπεται [ρ. απρ.] επιβαρυμένος [επίθ.]
επέτειος {επετεί-ου... επιβαρύνομαι [ρ. παθ.]
επετηρίδα [θηλ.ουσ] επιβάρυνση {-ης κ. -ύ...
επευφημία {επευφημιώ... επιβαρυντικός [επίθ.]
επευφημίες [θηλ. ουσ πληθ.] επιβαρύνω {επιβάρ-υν...
επευφημούμαι [ρ. παθ.] επιβατηγό [ουσ ουδ.]
επευφημώ {επευφημεί... επιβατηγός [επίθ.]
επεφωνώ [ρ. μτβ.] επιβάτης {επιβατών}
επέχω {επείχα, ε... επιβάτιδα [θηλ.ουσ]
έπηλυς {επ-ήλυδος... επιβατικός [επίθ.]
επηρεάζομαι [ρ. παθ.] επιβάτισσα {επιβατισσ...
επηρεάζω {επηρέασ-α... επιβατολόγιο [ουσ ουδ.]
επηρεάζων [επίθ.] επιβάτρια [θηλ.ουσ]
επηρεασμένος [επίθ.] επιβεβαιωμένος [επίθ.]
επηρεασμός [ουσ αρσ ] επιβεβαιώνομαι [ρ. παθ.]
επήρεια {επηρειών} επιβεβαιώνω {επιβεβαίω...
επηρμένος [επίθ.] επιβεβαίωση {-ης κ. -ώ...
επήτις [σύνδ.] επιβεβαιώσιμος [επίθ.]
επί [πρόθ.] επιβεβαιωτικός [επίθ.]
επιβαίνω {επέβην, -... επιβεβλημένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: