Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επισωρευτικός [επίθ.] επιτεθείς [επίθ.]
επισωρεύω {επισώρευ-... επιτείνομαι πρτ. και α...
επιταγή [θηλ.ουσ] επιτείνω {επέτεινα,...
επιτάζομαι [ρ. παθ.] επιτελάρχης {επιτελαρχ...
επιτακτικός [επίθ.] επιτελείο [ουσ ουδ.]
επιτακτικότατος [επίθ.] επιτέλεση [θηλ.ουσ]
επιτακτικότερος [επίθ.] επιτελεσθείς [επίθ.]
επιτακτικότητα [θηλ.ουσ] επιτελέσιμος [επίθ.]
επιτακτικώτατος [επίθ.] επιτελικός [επίθ.]
επιτακτικώτερος [επίθ.] επιτελούμαι [ρ. παθ.]
επίταξη {-ης κ. -ά... επιτέλους [επίρ.]
επίταση {-ης κ. -ά... επιτέλους! [επιφ.]
επιτάσσομαι [ρ. παθ.] επιτελώ {επιτελείς...
επιτάσσω {επέταξα, ... επιτετραμμένος [επίθ.]
επιταυτού [επίρ.] επιτετραμμένος [ουσ αρσ ]
επιτάφιος {επιταφί-ο... επίτευγμα {επιτεύγμ-...
επιτάφιος {επιταφί-ο... επίτευξη {-ης κ. -ε...
επιταχύνομαι [ρ. παθ.] επιτεύξιμος [επίθ.]
επιταχυνόμενος [επίθ.] επιτευξιμότητα [θηλ.ουσ]
επιτάχυνση {-ης κ. -ύ... επιτήδεια [επίρ.]
επιταχυνσιόμετρο [ουσ ουδ.] επιτήδειος [επίθ.]
επιταχυντής [ουσ αρσ ] επιτήδειος [ουσ αρσ ]
επιταχυντικός [επίθ.] επιτηδειότατος [επίθ.]
επιταχύνω {επιτάχυν-... επιτηδειότερος [επίθ.]
επιταχύνων [επίθ.] επιτηδειότητα [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: