Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Καρχηδόνιος [ουσ αρσ ] κάσσα [θηλ.ουσ]
καρωτίδα [θηλ.ουσ] Κασσάνδρα [κύρ.όν. θηλ.]
καρωτιδικός [επίθ.] κασσιτερίτης [θηλ.ουσ]
κάσα {κασών} κασσίτερος {κασσιτέρο...
κασέ [ουσ ουδ.] κασσιτερούχος [επίθ.]
κασέλα [θηλ.ουσ] κασσιτερώνω {κασσιτέρω...
κασελιασμένος [επίθ.] κασσιτέρωση [θηλ.ουσ]
κασέρι {κασερ-νού... κασσιτερωτής [ουσ αρσ ]
κασέτα {κασετών) κάστα {δύσχρ. κα...
κασετίνα {χωρ. γεν.... καστανάς {καστανάδε...
κασετοθήκη {κασετοθηκ... καστανή [θηλ.ουσ]
κασετόφωνο [ουσ ουδ.] καστανιά [θηλ.ουσ]
κασίδης [ουσ αρσ ] καστανιέτα {καστανιέτ...
κασιδιάρης [επίθ.] καστανιέτες [θηλ. ουσ πληθ.]
κασιδιασμένος [επίθ.] κάστανο [ουσ ουδ.]
κάσκα {χωρ. γεν.... καστανοκόκκινος [επίθ.]
κασκαντέρ [ουσ αρσ ] καστανόξανθος [επίθ.]
κασκαρίκα [θηλ.ουσ] καστανός [επίθ.]
κασκέτο [ουσ ουδ.] καστανός [ουσ αρσ ]
κασκόλ [ουσ ουδ.] καστανόχρωμος [επίθ.]
κασμάς {κασμάδες} καστανόχωμα {καστανοχώ...
κασμίρι {κασμιρ-ιο... Κα§στι§λιά§νη [θηλ.ουσ]
κάσμπα [θηλ.ουσ] Κα§στι§λιά§νος [ουσ αρσ ]
κασόνα [θηλ.ουσ] κάστορας {καστόρων}
κασόνι {κασον-ιού... καστορέλαιο {καστορελα...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: