Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κομπλιμέντο [ουσ ουδ.] κομφορμίστας [ουσ αρσ ]
κομπλιμεντόζος [επίθ.] κομφορμιστής [ουσ αρσ ]
κομπογιαννίτης {κομπογιαν... κομφορμιστικός [επίθ.]
κομπογιαννίτικος [επίθ.] κομφορμίστρια [θηλ.ουσ]
κομπογιαννιτισμός {χωρ. πληθ... κομφουκιανισμός [ουσ αρσ ]
κομπογιαννίτισσα {κομπογιαν... Κομφούκιος [κύρ.όν. αρσ.]
κομπόδεμα {κομποδέμ-... κομψά [επίρ.]
κομποδεμένος [επίθ.] κομψεύομαι {κομψεύθηκ...
κομποδένω {κομπόδε-σ... κομψευόμενος [επίθ.]
κομπολόι {κομπολογ-... κομψοεπής {κομψοεπ-ο...
κομπορρήμονας [ουσ αρσ ] κομψομανής [επίθ.]
κομπορρημονώ [-είς, εί] κομψομανία [θηλ.ουσ]
κομπορρημοσύνη [θηλ.ουσ] κομψός [επίθ.]
κομπορρήμων {κομπορρήμ... κομ§ψό§τα§τος [επίθ.]
κόμπος [ουσ αρσ ] κομ§ψό§τε§ρος [επίθ.]
κομποσκοίνι {κομποσκοι... κομψοτέχνημα {κομψοτεχν...
κομπόστα {χωρ. γεν.... κομψοτεχνικός [επίθ.]
κομπότρυπα [θηλ.ουσ] κομψότητα {χωρ. πληθ...
κόμπρα {χωρ. γεν.... κονάκι {χωρ. γεν....
κομπρέσα {χωρ. γεν.... κονβερτίμπλ [επίθ.]
κομπρεσέρ [ουσ ουδ.] κονδάρι [ουσ ουδ.]
κομπωτής [ουσ αρσ ] κονδάριον [ουσ ουδ.]
κομφετί [ουσ ουδ.] κονδιτσίλλο [ουσ ουδ.]
κομφόρ [ουσ ουδ πληθ.] κονδοκρατώ [ρ.]
κομφορμισμός {χωρ. πληθ... κονδός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: