Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λιμανιάτικα [ουσ ουδ πληθ.] λιμναίος [επίθ.]
λιμανιάτικος [επίθ.] λίμνασμα [ουσ ουδ.]
λιμαντικός [επίθ.] λίμνη {λιμνών}
λίμαργος [επίθ.] λιμνιών [ουσ αρσ ]
λιμάρης {λιμάρηδες... λιμνόβιος [επίθ.]
λιμάρισμα [ουσ ουδ.] λιμνοθάλασσα {λιμνοθαλα...
λιμαρισμένος [επίθ.] λιμνολογία {χωρ. πληθ...
λιμάρω {λιμάρισ-α... Λιμνολόγος [ουσ αρσ ]
λίμασμα [ουσ ουδ.] λιμνούλα [θηλ.ουσ]
λιμασμένος [επίθ.] λιμοκοντόρος [ουσ αρσ ]
λιμάσσω [ρ.αμτβ.] λιμοκτονία {χωρ. πληθ...
λιμενάρι [ουσ ουδ.] λιμοκτονώ {λιμοκτονε...
λιμεναρχείο [ουσ ουδ.] λιμοκτονών [επίθ.]
λιμενάρχης {λιμεναρχώ... λιμός [ουσ αρσ ]
λιμένας [ουσ ουδ.] λιμουζίνα {λιμουζινώ...
λιμενεργάτης {λιμενεργα... λίμπερο [ουσ ουδ.]
λιμενικός (-ή, -ό) λιμπίζομαι {λιμπίστηκ...
λιμενοβραχίονας {λιμενοβρα... λιμπίζω [ρ.]
λιμενοφύλακας {λιμενοφυλ... λίμπιντο [ουσ ουδ.]
λιμεώνας [ουσ αρσ ] λιμπιστικός [επίθ.]
λιμήν [ουσ αρσ ] λίμπρα [θηλ.ουσ]
λιμιών [ουσ αρσ ] λιμπρετίστας [ουσ αρσ ]
λιμιώνας [ουσ αρσ ] λιμπρέτο [ουσ ουδ.]
λιμνάζω {λίμνασ-α,... λίμπρο [ουσ ουδ.]
λιμνάζων [επίθ.] λινά [ουσ ουδ πληθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: