Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μεταλλευτής [ουσ αρσ ] μεταμίσθωση [-εις]
μεταλλευτικός [επίθ.] μεταμοντέρνος [επίθ.]
μεταλλικός [επίθ.] μεταμορφικός [επίθ.]
μετάλλινος [επίθ.] μεταμορφισμός [ουσ αρσ ]
μετάλλιο {μεταλλί-ο... μεταμορφωμένος [επίθ.]
μέταλλο {μετάλλ-ου... μεταμορφώνομαι [ρ. παθ.]
μεταλλογραφία {χωρ. πληθ... μεταμορφώνω {μεταμόρφω...
μεταλλογραφικός [επίθ.] μεταμόρφωση {-ης κ. -ώ...
μεταλλοειδές [ουσ ουδ.] μεταμορφώσιμος [επίθ.]
μεταλλοποίηση {-ης κ. -ή... μεταμορφωτικός [επίθ.]
μεταλλουργία {χωρ. πληθ... μεταμοσχεύομαι [ρ.]
μεταλλουργικός [επίθ.] μεταμόσχευση {-ης κ. -ε...
μεταλλουργός [ουσ αρσ ] μεταμοσχεύσιμος [επίθ.]
μεταλλοφόρος [επίθ.] μεταμοσχεύω [ρ. μτβ.]
μεταλλωρυχείο [ουσ ουδ.] μεταμφιέζομαι [ρ.]
μεταλλωρύχος [ουσ αρσ ] μεταμφιέζω {μεταμφίεσ...
μεταμέλεια [θηλ.ουσ] μεταμφίεση {-ης κ. -έ...
μεταμελημένος [επίθ.] μεταμφιεσμένος [επίθ.]
μεταμελούμαι {μεταμελεί... μετανάστες [ουσ αρσ πληθ.]
μεταμερές [επίθ.] μετανάστευση {-ης κ. -ε...
μεταμερίδιο [ουσ ουδ.] μεταναστευτικός [επίθ.]
Μεταμερικός [επίθ.] μεταναστεύω {μετανάστε...
Μεταμερισμός [ουσ αρσ ] μετανάστης {μεταναστώ...
μεταμεσημβρινός [επίθ.] μετανάστρια {μεταναστρ...
μεταμισθώνω {μεταμίσθω... μετάνιωμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: