Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μισάνοικτος [επίθ.] μισθωτός [ουσ αρσ ]
μισάνοιχτος [επίθ.] μισό [ουσ ουδ.]
μισάωρο [ουσ ουδ.] μισο– [πρθμ.]
μισεμός [ουσ αρσ ] μισοάγριος [επίθ.]
μισερός [επίθ.] μισοβάρβαρος [επίθ.]
μισεύω {μίσε-ψα, ... μισοβράζω (μισό-βρασ...
μισή [θηλ.ουσ] μισοβρασμένος [επίθ.]
μισητά [επίρ.] μισογεμάτος [επίθ.]
μισητός [επίθ.] μισογινωμένος [επίθ.]
μίσθαρνος [επίθ.] μισόγυμνος [επίθ.]
μίσθιος [επίθ.] μισογύνης {μισογύνηδ...
μισθοδοτούμενος [επίθ.] μισογυνία [θηλ.ουσ]
μισθοδοτώ {μισθοδοτε... μισογυνισμός [ουσ αρσ ]
μισθολογικός [επίθ.] μισοελληνικός [επίθ.]
μισθολόγιο {μισθολογί... μισοκατεστραμμένος [επίθ.]
μισθός [ουσ αρσ ] μισόκλειστος [επίθ.]
μισθοσυντήρητος [επίθ.] μισοκοιμάμαι [ρ.]
μισθοφορικός [επίθ.] μισοκοιμισμένος [επίθ.]
μισθοφόρος [ουσ αρσ ] μισοκοιμούμαι [ρ.]
μίσθωμα [ουσ ουδ.] μισομαθαίνω [ρ.]
μισθώνω (μίσθ-ωσα,... μισομεθυσμένος [επίθ.]
μίσθωση {-ης κ. -ώ... μισονεϊσμός [ουσ αρσ ]
μισθωτής {μισθωτριώ... μισονεϊστής [ουσ αρσ ]
μισθωτικός [επίθ.] μισοντυμένος [επίθ.]
μισθωτός [επίθ.] μισοξενία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: