Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μνησικακώ [-είς, -εί... μοιράζω {μοίρασ-α,...
μνηστεία {μνηστειών... μοιραία [επίρ.]
μνηστευμένος [επίθ.] μοιραίο [ουσ ουδ.]
μνηστεύομαι (συνήθ. πα... μοιραίος [επίθ.]
μνηστή η (χωρίς π... μοιραρχία {μοιραρχιώ...
μνηστήρας [ουσ αρσ ] μοίραρχος {μοιράρχ-ο...
μοβ [επίθ.] μοιρασιά [θηλ.ουσ]
μογγολικός [επίθ.] μοίρασμα [ουσ ουδ.]
μογγολισμός [ουσ αρσ ] μοιραστής [ουσ αρσ ]
Μογγολοειδής [επίθ.] μοιρογνωμόνιο {μοιρογνωμ...
Μογγόλος [ουσ αρσ ] μοιρόγραφτο [ουσ ουδ.]
μόδα {χωρ. γεν.... μοιρόγραφτος [επίθ.]
μοδίστρα {μοδιστρών... μοιρολάτρης {μοιρολατρ...
μόδιστρος [ουσ αρσ ] μοιρολατρία [θηλ.ουσ]
μοδιστρούλα [θηλ.ουσ] μοιρολατρικός [επίθ.]
Μοζαμβίκη [θηλ.ουσ] μοιρολογημένος [επίθ.]
μοιάζομαι [ρ.] μοιρολογήτρα [θηλ.ουσ]
μοιάζουμε [ρ.] μοιρολόγι {μοιρολογ-...
μοιάζω {έμοιασα} ... μοιρολόγια [θηλ.ουσ]
μοιασίδι [ουσ ουδ.] μοιρολογίστρα {δύσχρ. μο...
μοιάσιμο [ουσ ουδ.] μοιρολογώ {μοιρολογε...
Μοϊκανός [αρσ. επίθ και ουσ] μοιρολόι [ουσ ουδ.]
μοίρα {μοιρών} μοιχαλίδα [θηλ.ουσ]
μοιράδι {μοιραδ-ιο... μοιχεία {μοιχειών}
μοιράζομαι [ρ. παθ.] μοιχεύω {μοίχευσα}...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: