Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

νιογέννητος [επίθ.] νίψιμο [ουσ ουδ.]
νιόπαντροι [ουσ αρσ πληθ.] νιώθω {ένιωσα} α...
νιος [επίθ.] νόβα [θηλ.ουσ]
νιοστός [επίθ.] νοβοκαΐνη {νοβοκαϊνώ...
νιότη {χωρ. πληθ... νοδάρος [ουσ αρσ ]
νιπτήρας ο λόγ. γεν... Νοέμβρης [ουσ αρσ ]
νίπτω {ένιψα} Νοέμβριος {Νοεμβρίου...
νιρβάνα [ουσ ουδ.] νοερά [επίρ.]
νισάφι [επίρ.] νοερός [επίθ.]
νιτερέσο [ουσ ουδ.] νόημα [ουσ ουδ.]
νιτρίδιο [ουσ ουδ.] νοηματικός [επίθ.]
νιτρικός [επίθ.] νοημοσύνη {χωρ. πληθ...
νίτρο [ουσ ουδ.] νοήμων {νοήμ-ονος...
νιτροβακτήρια [ουσ ουδ πληθ.] νόηση {-ης κ. -ή...
νιτροβενζένιο [ουσ ουδ.] νοησιαρχία {χωρ. πληθ...
νιτροβενζόλιο [ουσ ουδ.] νοητά [επίρ.]
νιτρογλυκερίνη [θηλ.ουσ] νοητικός [επίθ.]
νιτροκυτταρίνη [θηλ.ουσ] νοητός [επίθ.]
νιτρώδης [επίθ.] νοθεία {χωρ. γεν....
νίτρωση [θηλ.ουσ] νοθευμένος [επίθ.]
νιφάδα [θηλ.ουσ] νοθεύομαι μππ. νοθευ...
νιφαδωτός [επίθ.] νόθευση [-εις]
νιχιλισμός [ουσ αρσ ] νοθεύσιμος [επίθ.]
νιχιλιστής [ουσ αρσ ] νοθευτής [ουσ αρσ ]
νιχιλιστικός [επίθ.] νοθευτικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: