Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξεκάρφωμα [ουσ ουδ.] ξεκουκουτσιάζω [ρ. μτβ.]
ξεκαρφώνομαι [ρ.] ξεκουκούτσιασμα [ουσ ουδ.]
ξεκαρφώνω {ξεκάρφω-σ... ξεκούμπωμα [ουσ ουδ.]
ξεκάρφωτος [επίθ.] ξεκουμπωμένος [επίθ.]
ξεκατινιάζομαι [ρ.] ξεκουμπώνομαι [ρ.]
ξεκατινιάζω {ξεκατίνια... ξεκουμπώνω [ρ. μτβ.]
ξεκατίνιασμα [ουσ ουδ.] ξεκούμπωτος [επίθ.]
ξεκίνα! [επιφ.] ξεκουράζομαι [ρ. παθ.]
ξεκινάω [ρ.] ξεκουράζω {ξεκούρασ-...
ξεκίνημα {ξεκινήμ-α... ξεκούραση [θηλ.ουσ]
ξεκινώ [-άς, -ά] ... ξεκουραστικός [επίθ.]
ξεκλειδώνω {ξεκλείδω-... ξεκούραστος [επίθ.]
ξεκληρίζω (ξεκλήρ-ισ... ξεκούτης {ξεκούτηδε...
ξεκλήρισμα [ουσ ουδ.] ξεκουτιαίνω {ξεκούτια-...
ξεκλώσημα [ουσ ουδ.] ξεκουτιάρης [επίθ.]
ξεκόβω μτχ. παρκ.... ξεκούτιασμα [ουσ ουδ.]
ξεκοιλιάζω (ξεκοίλ-ια... ξεκουτιασμένος [επίθ.]
ξεκοίλιασμα [ουσ ουδ.] ξεκουφαίνομαι [ρ.]
ξεκοκαλίζω [ρ.] ξεκουφαίνω {ξεκούφα-ν...
ξεκοκάλισμα [ουσ ουδ.] ξεκρέμασμα [ουσ ουδ.]
ξεκόλλημα [ουσ ουδ.] ξεκρεμώ {ξεκρεμάς....
ξεκολλιέμαι [ρ.] ξεκρίνω {ξέκρι-να,...
ξεκολλώ {ξεκολλάς.... ξεκωλιάρης [ουσ αρσ ]
ξεκομμένος [επίθ.] ξεκώλωμα [ουσ ουδ.]
ξεκοσκινίδια [θηλ.ουσ] ξεκωλώνομαι [ρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: