Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξηγητής [ουσ αρσ ] ξίγκι [ουσ ουδ.]
ξήλωμα [ουσ ουδ.] ξιδάτος [επίθ.]
ξηλωμένος [επίθ.] ξίδι {ξιδ-ιού |...
ξηλώνομαι [ρ.] ξιδιάζω {ξίδιασ-α,...
ξηλώνω {ξήλω-σα, ... ξίδιασμα [ουσ ουδ.]
ξημεροβραδιάζομαι {ξημεροβρα... ξιδιασμένος [επίθ.]
ξημέρωμα [ουσ ουδ.] ξινάρι {ξιναρ-ιού...
ξημερώνει [ρ. απρ.] ξινίζω {ξίνισ-α, ...
ξημερώνομαι [ρ. παθ.] ξινίλα {χωρ. γεν....
ξηνομηλιά [θηλ.ουσ] ξίνισμα [ουσ ουδ.]
ξηρά {χωρ. γεν.... ξινισμένος [επίθ.]
ξηραίνω {ξήρανα, ξ... ξινόγλυκος [επίθ.]
ξήρανση {-ης κ. -ά... ξινολάπαθο [ουσ ουδ.]
ξηραντήρας [ουσ αρσ ] ξινολάχανο [ουσ ουδ.]
ξηραντήριο {ξηραντηρί... ξινόμηλο [ουσ ουδ.]
ξηραντικός [επίθ.] ξινός [επίθ.]
ξηρασία {ξηρασιών} ξινούτσικος [επίθ.]
ξηρογραφία {ξηρογραφι... ξινόχορτο [ουσ ουδ.]
ξηρογραφικός [επίθ.] ξιπάζομαι [ρ. παθ.]
ξηροδερμία {ξηροδερμι... ξιπάζω [ρ.]
ξηρόδερμος [επίθ.] ξιπασιά [θηλ.ουσ]
ξηρολιθοδομή [θηλ.ουσ] ξίπασμα [ουσ ουδ.]
ξηρός [επίθ.] ξιπασμένα [επίρ.]
ξηρότητα {χωρ. πληθ... ξιπασμένος [επίθ.]
ξηρόφιλος [επίθ.] ξιφασκία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: