Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξιφίας {ξιφιών} ξόμπλιασμα [ουσ ουδ.]
ξιφίδιο {ξιφιδί-ου... ξομπλιάστρα {χωρ. γεν....
ξιφοειδής {ξιφοειδ-ο... ξόρκι {ξορκ-ιού ...
ξιφολόγχη {ξιφολογχώ... ξόρκια [θηλ.ουσ]
ξιφομάχος [ουσ αρσ ] ξόρκισμα [ουσ ουδ.]
ξιφομαχώ {ξιφομαχεί... ξορκισμένος [ουσ αρσ ]
ξίφος {ξίφ-ους |... ξούρας [ουσ αρσ ]
ξιφούλκηση [θηλ.ουσ] ξόφλημα [ουσ ουδ.]
ξόανο {ξοάν-ου |... ξύγκι [ουσ ουδ.]
ξόβεργα {δύσχρ. ξο... ξύδι [ουσ ουδ.]
ξόδεμα [ουσ ουδ.] ξυλαποθήκη {ξυλαποθηκ...
ξοδεμένος [επίθ.] ξυλεία {χωρ. πληθ...
ξοδεμός [ουσ αρσ ] ξυλένιο [ουσ ουδ.]
ξοδευτής {χωρ. γεν.... ξυλένιος [επίθ.]
ξοδεύω {ξόδ-εψα, ... ξυλεπένδυση [θηλ.ουσ]
ξόδεψη [θηλ.ουσ] ξύλημα {ξυλήματος...
ξόδι [ουσ ουδ.] ξυλιά [θηλ.ουσ]
ξοδιάζω {ξόδιασα} ... ξυλιάζω {ξύλιασ-α,...
ξόδιαση [θηλ.ουσ] ξύλιασμα [ουσ ουδ.]
ξόδιασμα {ξοδιάσμ-α... ξυλιασμένος [επίθ.]
ξοδιασμός [ουσ αρσ ] ξυλίζω {ξύλισ-α, ...
ξοδιαστής [ουσ αρσ ] ξύλινος [επίθ.]
ξολοθρεμός [ουσ αρσ ] ξυλινός [επίθ.]
ξόμπλι {ξομπλ-ιού... ξύλισμα [ουσ ουδ.]
ξομπλιάζω {ξόμπλιασ-... ξύλο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: