Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ουίσκυ [ουσ ουδ.] Ουράλια {Ουραλίων}
Ουκρανία [θηλ.ουσ] ουράνια {ουρανίων}
ουκρανικός [επίθ.] ουρανικός [επίθ.]
Ουκρανός [ουσ αρσ ] ουράνιο {ουρανίου}...
ουλαίος [επίθ.] ουράνιος [επίθ.]
ουλαμός [ουσ αρσ ] ουρανίσκος [ουσ αρσ ]
ουλή [θηλ.ουσ] ουρανισκόφωνος [επίθ.]
ουλίτιδα {χωρ. γεν.... ουρανοβάμων {ουρανοβάμ...
ουλμοειδή [ουσ ουδ πληθ.] ουρανοβατώ (μόνο στο ...
ούλο [ουσ ουδ.] ουρανογραφία {χωρ. πληθ...
ούλος [επίθ.] ουρανογραφικός [επίθ.]
ουμανισμός [ουσ αρσ ] ουρανογράφος [ουσ αρσ ]
ουμανιστής [ουσ αρσ ] ουρανοκατέβατος [επίθ.]
ουμανιστικός [επίθ.] ουρανομετρία [θηλ.ουσ]
Ουμπέρτο [ουσ αρσ ] ουρανομετρικός [επίθ.]
ουνιβερσαλισμός [ουσ αρσ ] ουρανοξύστης {ουρανοξυσ...
ουνιτάριος [ουσ αρσ ] ουρανόπεμπτος [επίθ.]
ουνιταρισμός [ουσ αρσ ] ουρανός [ουσ αρσ ]
Ούννος [ουσ αρσ ] Ουρανός ο (χωρίς π...
ουρά [θηλ.ουσ] ουρανοσκοπία [θηλ.ουσ]
ούρα [ουσ ουδ πληθ.] ουρανοσκοπικός [επίθ.]
ουραιμία {χωρ. πληθ... ουρανόσταλτος [επίθ.]
ουραιμικός [επίθ.] ουρεθάνη [θηλ.ουσ]
ουραίο [ουσ ουδ.] ουρήθρα {ουρηθρών}
ουραίος [επίθ.] ουρηθραίος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: